μεγαλόφωνος

μεγαλόφωνος
μεγαλόφωνος
loudvoiced
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεγαλόφωνος — η, ο (ΑM μεγαλόφωνος, ον) 1. αυτός που έχει δυνατή φωνή, βροντόφωνος 2. αυτός που μιλάει δυνατά αρχ. (ιδίως για ποιητές) μεγαλήγορος, μεγαλοπρεπής («ὁ μεγαλοφωνότατος Πίνδαρος», Αθήν.). επίρρ... μεγαλοφώνως και α (ΑM μεγαλοφώνως) με μεγάλη,… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοφωνότερον — μεγαλόφωνος loudvoiced adverbial comp μεγαλόφωνος loudvoiced masc acc comp sg μεγαλόφωνος loudvoiced neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοφωνότατα — μεγαλόφωνος loudvoiced adverbial superl μεγαλόφωνος loudvoiced neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοφωνότατον — μεγαλόφωνος loudvoiced masc acc superl sg μεγαλόφωνος loudvoiced neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοφώνως — μεγαλόφωνος loudvoiced adverbial μεγαλόφωνος loudvoiced masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλόφωνον — μεγαλόφωνος loudvoiced masc/fem acc sg μεγαλόφωνος loudvoiced neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοφωνοτάτης — μεγαλόφωνος loudvoiced fem gen superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοφωνοτάτοις — μεγαλόφωνος loudvoiced masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοφωνοτάτου — μεγαλόφωνος loudvoiced masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοφωνοτάτῳ — μεγαλόφωνος loudvoiced masc/neut dat superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”